Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι το δίκαιο της ΕΕ αποκλείει την απόρριψη επιστροφής ΦΠΑ σε ορισμένο χρονικό διάστημα απλώς και μόνο επειδή ο ΦΠΑ κατέστη οφειλόμενος σε προηγούμενη περίοδο επιστροφής, ενώ το τιμολόγιο εκδόθηκε σε μεταγενέστερη περίοδο. Σύμφωνα με την απόφαση, οι επιχειρήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα τιμολόγια αγορών τους πληρούν τουλάχιστον τις ελάχιστες «ουσιαστικές απαιτήσεις» όταν ασκούν το δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ εισροών. Η δε άρνηση επιστροφής ΦΠΑ δεν μπορεί να ανατραπεί με την επακόλουθη ακύρωση και επανέκδοση των τιμολογίων.
Συγκεκριμένα το ΔΕΚ έκρινε ότι :
Τα άρθρα 167 έως 171 και 178 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2010, καθώς και η οδηγία 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην οδηγία 2006/112, σε υποκείμενους στο φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής αλλά εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ ο οποίος επιβλήθηκε για μια παράδοση αγαθών δεν μπορεί να ασκηθεί από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος επιστροφής, αλλά σε άλλο κράτος μέλος, αν ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο δεν κατέχει τιμολόγιο, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45, σχετικά με την αγορά των εν λόγω αγαθών. Μόνον αν ένα έγγραφο πάσχει τέτοιες πλημμέλειες ώστε η εθνική φορολογική αρχή να μη διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση μιας αίτησης επιστροφής φόρου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί «τιμολόγιο», κατά την έννοια της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45.
Τα άρθρα 167 έως 171 και 178 της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45, καθώς και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2008/9 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την απόρριψη αίτησης επιστροφής του ΦΠΑ για συγκεκριμένη περίοδο επιστροφής για τον λόγο και μόνον ότι ο ΦΠΑ κατέστη απαιτητός κατά τη διάρκεια προηγούμενης περιόδου επιστροφής, μολονότι το σχετικό τιμολόγιο ΦΠΑ δεν εκδόθηκε παρά μόνον κατά τη διάρκεια της ως άνω συγκεκριμένης περιόδου.
Τα άρθρα 167 έως 171 και 178 της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2010/45, καθώς και η οδηγία 2008/9 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η μονομερής ακύρωση τιμολογίου από προμηθευτή, μετά την έκδοση από το κράτος μέλος επιστροφής αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η στηριζόμενη στο τιμολόγιο αυτό αίτηση επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και ενώ η ως άνω απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη, και η μετέπειτα έκδοση από τον προμηθευτή αυτόν, κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης περιόδου επιστροφής, νέου τιμολογίου που αφορά τις ίδιες παραδόσεις, χωρίς να αμφισβητούνται οι παραδόσεις αυτές, δεν έχει κανέναν αντίκτυπο όσον αφορά την ύπαρξη του ήδη ασκηθέντος δικαιώματος επιστροφής του ΦΠΑ ή όσον αφορά την περίοδο για την οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό.