もっと詳しく

Παρ’ όλη την προσπάθεια να κατευναστούν οι ανησυχίες που προκάλεσε το άρθρο του Στήβεν Κουκ στο Foreign Policy στην αρχή Οκτωβρίου και το οποίο είχε τον τίτλο «Ο Ερντογάν μπορεί να είναι πολύ άρρωστος για να συνεχίσει να ηγείται της Τουρκίας», είναι σαφές ότι η Τουρκία σταδιακά αναμετράται με το γεγονός ότι θα υπάρξει μια εποχή μετά τον Ερντογάν.
Αυτό δεν αφορά τόσο τα ζητήματα υγείας του Τούρκου προέδρου, καθώς παραμένει ασαφές εάν οι διάφορες εικόνες που τον δείχνουν αδύναμο απλώς αποτυπώνουν την κούραση ενός σκληρού προγράμματος εργασίας ή παραπέμπουν σε κάποιο συστηματικό πρόβλημα υγείας. Άλλωστε πάντα εμφανίζονται και οι εικόνες που τον δείχνουν π.χ. να παίζει μπάσκετ. Κυρίως αφορά ότι κάποια στιγμή η πολιτική του διαδρομή θα ολοκληρωθεί, είτε αυτό επιταχυνθεί από ζητήματα υγείας είτε όχι.
Και το ερώτημα αυτό συνδέεται με την ίδια την κατεύθυνση που θα πάρει η Τουρκία από εδώ και πέρα. 
Η πραγματική φθορά του Ερντογάν
Ο Ερντογάν ούτε βρέθηκε ούτε παρέμεινε στην εξουσία για ένα τόσο μεγάλο διάστημα απλώς μόνο επειδή εκπροσώπησε το «Πολιτικό Ισλάμ» σε μια χώρα όπου παρά τον συνταγματικά κατοχυρωμένο κοσμικό χαρακτήρα της ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού είναι συντηρητικοί θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι.
Βρέθηκε στην εξουσία γιατί υποσχέθηκε ταυτόχρονα την οικονομική ανάπτυξη και μια νέα ευημερία για όλους, ένα αίσθημα κοινωνικής συνοχής διαφορετικό από αυτό που προσέφερε ιστορικά ο κεμαλισμός και μια διαφορετική προσέγγιση στο Κουρδικό με βασική πλευρά μια καταρχήν αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας.
Από αυτά τα ζητήματα ο Ερντογάν κυρίως μπορεί να υποστηρίζει ότι πέτυχε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ένα διάχυτο αίσθημα ευημερίας στην τουρκική κοινωνία, που είδε να βελτιώνεται σημαντικά η θέση της. Γιατί η κοινωνική συνοχή υπονομεύτηκε και από τις κοινωνικές ανισότητες και από τον τρόπο που ο Ερντογάν, ειδικά στην περίοδο γύρω από τις κινητοποιήσεις στο Πάρκο Γκεζί επένδυσε σε μια οξυμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στα πιο συντηρητικά και τα πιο «κοσμικά» η προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας, αντί για τη συνύπαρξή τους που μέχρι τότε ήταν το σήμα κατατεθέν της επιτυχίας του. Αντίστοιχα, σε σχέση με το Κουρδικό, η εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία και η ίδια η εξέλιξη του Συριακού εμφυλίου πολέμου, με την εμφάνιση των αυτόνομων κουρδικών περιοχών, σήμαιναν μια αντιστροφή της πορείας και επανεκκίνηση του «βρώμικου πολέμου» κατά των Κούρδων, συμπεριλαμβανομένου και του κύματος διώξεων κατά των στελεχών του αριστερού φιλοκουρδικού κόμματος HDP.
Επομένως αυτό που είχε απομείνει ήταν η οικονομία, που πάντα ο Ερντογάν τη θεωρούσε το ισχυρό χαρτί του, ενώ σταδιακά τα τελευταία χρόνια προστέθηκε και ένας ιδιαίτερα έντονος εθνικισμός, με βασική του διάσταση την προβολή μιας εικόνα της Τουρκία ως περιφερειακής δύναμης, με τη δική της πολιτική που δεν ταυτίζεται με αυτή της Δύσης.
Όμως, είναι ένα ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό η οικονομία παραμένει το ισχυρό χαρτί. Παρά την καταγραφή υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μετά την πανδημία, ο πληθωρισμός δείχνει να συρρικνώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των Τούρκων πολιτών, κάτι που επιτείνεται και από την υποχώρηση της ισοτιμίας της λίρας ως αποτέλεσμα της προσωπικής οικονομικής πολιτικής του Ερντογάν και της επιμονής στα χαμηλά επιτόκια. Η μεγάλη ανεργία και η ανασφάλεια ιδίως της νεολαίας έρχονται να αντικαταστήσουν την προηγούμενη  αίσθηση οικονομικής αισιοδοξίας.
Την ίδια ώρα η λογική των «προβολών ισχύος» στην οποία επιμένει η Τουρκία, δείχνει να υποτιμά όλα τα προβλήματα που αυτές έχουν διαμορφώσει με την Τουρκία αυτή τη στιγμή να αντιμετωπίζεται με καχυποψία και επιφύλαξη όχι μόνο από τις ΗΠΑ – που εξακολουθούν να μην ανέχονται τα προηγούμενα ανοίγματα Ερντογάν προς τη Μόσχα – αλλά και από τις άλλες χώρες της διαδικασίας της Αστάνα, τη Ρωσία και το Ιράν. Η Ρωσία δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι τις προσπάθειες της Τουρκίας να αποκτήσει πάτημα στον Καύκασο μέσα από τη συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν όπως και την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με την Ουκρανία, την ώρα που η Τεχεράνη επίσης ανησυχεί για τον τρόπο που η Τουρκία προσπαθεί να ασκήσει μια πολιτική που σε περιοχές όπως ο Καύκασος και το Ιράκ συγκρούεται με τις επιδιώξεις του Ιράν.
Και βέβαια δεν έχει βοηθήσει την εικόνα του Ερντογάν η διάχυτη αίσθηση ότι υπάρχουν εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, τόσο σε σχέση με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ακόμη και συγγενικών του προσώπων, όσο και σε σχέση με τις ενδεχόμενες σχέσεις μελών της κυβέρνησής του με το οργανωμένο έγκλημα.
Όλα αυτά συντελούν, σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους, σε ένα ευρύτερο κλίμα δυσαρέσκειας που δείχνει ότι δεν είναι καθόλου δεδομένη η κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. 
Εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν;
Προς το παρόν, όμως, δεν φαίνεται τόσο δεδομένο ότι θα αναδειχθεί μια πειστική εναλλακτική λύση απέναντι στο AKP και τον Ερντογάν. Η αντιπολίτευση εξακολουθεί να αποφεύγει να φτιάξει ένα μέτωπο που να περιλαμβάνει και το αριστερό φιλοκουρδικό HDP παρότι η συμμετοχή του θα προσέθετε στη συμμαχία το συμπαγές 10-11% που διαθέτει στο εκλογικό σώμα. Αυτό στην πραγματικότητα δίνει μια μικρή ανάσα στον Ερντογάν.
Έπειτα, υπάρχει το θέμα ποια φιγούρα μπορεί να εκπροσωπήσει καλύτερα το μέτωπο της αντιπολίτευσης. Η απόφαση του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτη του CHP, του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, να ζητήσει από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και της Άγκυράς Μανσούρ Γιαβάς, να διεκδικήσουν και δεύτερη θητεία σημαίνει ότι χάνεται η ευκαιρία να επιλεγεί κάποιος από τους δύο αυτούς δημοφιλείς πολιτικούς για τη διεκδίκηση της προεδρίας. Ταυτόχρονα και η δήλωση της Μεράλ Ακσενέρ, της επίσης δημοφιλούς επικεφαλής του αντιπολιτευτικού «Καλού κόμματος», ότι θα διεκδικήσει την πρωθυπουργία και όχι την προεδρία, επίσης σημαίνει ότι ηγεσία του μετώπου της αντιπολίτευσης θα είναι ο Κιλιτσντάρογλου. Όμως, αυτό σημαίνει μια φιγούρα αρκετά γερασμένη και ταυτισμένη στα μάτια της τουρκικής γνώμης με την «δεύτερη θέση» και την αδυναμία να κερδίσει εκλογές.
Το εάν όλα αυτά διαμορφώνουν μια συνθήκη όπου ο Ερντογάν θα καταφέρει ξανά να κερδίσει τις εκλογές, έστω και οριακά, εκμεταλλευόμενος και τη συμμαχία του με τους εθνικιστές του MHP, είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα, παρότι προς το παρόν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αυξημένη δυσαρέσκεια σε βάρος του. Οι πληροφορίες για ενδεχόμενες πρόωρες εκλογές το 2022 αντί για το 2023 που λήγει η θητεία του, ίσως να αποτυπώνουν μια διάθεση να εκμεταλλευτεί την όποια δυναμική πρωτιάς έχει ακόμη. 
Οι διάδοχοι
Από εκεί και πέρα υπάρχει και το ζήτημα της διαδοχής εντός του ίδιου του AKP, ιδίως σε περίπτωση που έχουν βάση οι πληροφορίες για προβλήματα υγείας.
Εδώ το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι ότι δύσκολα μπορεί αυτή τη στιγμή να αναδειχτεί μια φιγούρα που να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον Ερντογάν, την ώρα που ο τρόπος που ο Ερντογάν κάνει προσωπική πολιτική δεν έχει αφήσει και μεγάλα περιθώρια για να αναδειχθεί μια εναλλακτική λύση.
Μέχρι τώρα τρεις φιγούρες δείχνουν να ξεχωρίζουν στην κούρσα για τη διαδοχή: Ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών Χακάν Φιντάν, ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Χουλουσί Ακάρ.
Ο Φιντάν είναι γνωστός στους Τούρκους, όμως κυρίως κινείται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι φιλοδοξίες του Σοϊλού καταστράφηκαν όταν ο μαφιόζος Σεντάτ Πεκέρ  υποστήριξε ότι ο υπουργός Εσωτερικών είναι διεφθαρμένος και σε συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα. Κατά συνέπεια έμεινε μόνο ο Ακάρ.
Ο Ακάρ είναι δημοφιλής και έχει ένα βασικό πλεονέκτημα που είναι ότι προέρχεται από τις τάξεις του στρατού – ήταν επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος. Ως υπουργός Εθνικής Άμυνας έχει επιβλέψει όλη την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων μετά το πραξικόπημα. Αυτό σημαίνει ότι εποπτεύει έναν πολύ ισχυρό μηχανισμό, που μπορεί να έχει έναν ευρύτερο πολιτικό ρόλο αλλά και ότι εμμέσως εκπροσωπεί μια κοινωνική κατηγορία τους στρατιωτικούς που μπορούν να έχουν ευρύτερη απήχηση μέσα στην κοινωνία και να λειτουργήσουν και ως δικός του μηχανισμός.
Ωστόσο, το ερώτημα είναι εάν και σε ποια κατεύθυνση μπορεί να έχει συνέχεια το όλο εγχείρημα του Ερντογάν, ιδίως εάν δεν είναι αυτός επικεφαλής. Είναι το ερώτημα εάν και κατά πόσο μπορεί να έχει την ίδια απήχηση η δική του εκδοχή «πολιτικού Ισλάμ», στον όποιο συνδυασμό του με έναν νέο εθνικισμό, σήμερα στην Τουρκική κοινωνία. Όμως, αυτό υπερβαίνει αρκετά την επιλογή του ενός ή του άλλου προσώπου.