Διατάραξη κοινής ησυχίας με θορύβους από αυτοκίνητο. Ποιες ποινές μπορούν να επιβληθούν. Μπορεί να γίνει δήμευση του αυτοκινήτου σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα;
Ερώτημα της Ελληνικής Αστυνομίας σχετικά με το ζήτημα της επιβολής του μέτρου της δήμευσης, κατά το άρθρο 68 του Ποινικού Κώδικα, σε περιπτώσεις διατάραξης της κοινής ησυχίας με θορύβους που προκαλούνται από οχήματα
Επί του παραπάνω ερωτήματος της Ελληνικής Αστυνομίας η Εισαγγελία Αρείου Πάγου γνωμοδότησε (γνωμοδότηση 18/2021) ως εξής:
Η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης του θορυβογόνου οχήματος, αυτοκινήτου ή μοτοσυκλέτας, κατά του οδηγού – ιδιοκτήτη που τέλεσε την αξιόποινη πράξη της διατάραξης κοινής ησυχίας με αυτό, έχει σιωπηρά αποκλεισθεί από το νομοθέτη.
Κατά τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, στον κύκλο των δυνάμενων να δημευτούν αντικειμένων (άρθρο 68 παρ.1 ΠΚ) ανήκει και η κατηγορία των μέσων τέλεσης του εγκλήματος. Ωστόσο, η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης του θορυβογόνου οχήματος κρίνεται εν προκειμένω ιδιαίτερα επαχθής και, ως εκ τούτου, αντιβαίνουσα στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι προβλέπονται άλλες παρεπόμενες ποινές και διοικητικά μέτρα για την εν λόγω περίπτωση (άρ. 15 και 81 του ΚΟΚ, ΚΥΑ 30870/1983).
Περαιτέρω όμως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θόρυβος δεν προκαλείται από ενσωματωμένο στο όχημα και, επομένως, συστατικό μέρος αυτού, ηχητικό σύστημα, αλλά από φορητή ηχητική συσκευή, η οποία συνιστά αυτοτελές πράγμα, λόγου χάριν ένα φορητό ραδιόφωνο ή μία κόρνα χειρός, η επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης του εν λόγω αντικειμένου κρίνεται απολύτως σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και τη διάταξη του άρθρου 68 του Ποινικού Κώδικα
Απόσπασμα της γνωμοδότησης 18/2021 της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου
«Ωστόσο, η απάντηση στο ειδικότερο ερώτημα, που αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της περί δημεύσεως διατάξεως του άρθρου 68 ΠΚ αναφορικά με τα θορυβογόνα οχήματα, απαιτεί προσεκτική ερμηνευτική προσέγγιση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, την οποία επιχειρούμε με τις επισημάνσεις που ακολουθούν.
Υπό τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα η δήμευση ως παρεπόμενη ποινή προβλέπεται στο άρθρο 68, στο οποίο επαναλαμβάνεται κατά βάση η ρύθμιση του άρθρου 76 παρ.1-5 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με το Ν.4478/2017 (βλ. Αιτιολ.Έκθ. σχ.ΠΚ και Στ.Παύλου/Κ.Κοσμάτου, Οι κυρώσεις στο νέο Ποινικό Κώδικα, 2020, σελ.81, Λ. Μαργαρίτη/Ν. Παρασκευόπουλου/Γ. Νούσκαλη, Ποινολογία, 2020, σελ.53). Στον κύκλο των δυνάμενων να δημευτούν αντικειμένων ανήκει κατά το νόμο (άρθρ. 68 παρ.1 ΠΚ) και η κατηγορία των μέσων τέλεσης του εγκλήματος ΠΚ (instrumenta sceleris). Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου αποτυπώνονται ρητά (ενδεικτικές) κατευθυντήριες γραμμές, με βάση τις οποίες το δικαστήριο οφείλει να κρίνει επί της αναλογικότητας της επιβολής της δήμευσης σε κάθε περίπτωση. Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο πεδίο της επιβολής της δήμευσης υποστηριζόταν στην Ποινική Θεωρία και πριν από το Ν. 4478/2017 (βλ. Στ.Παύλου, Η δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, 1994, σελ.106 επ.). Αλλά και σε επίπεδο γενικών οδηγιών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στην Εγκύκλιο υπ’ αριθμ. 108/Εγκ. 1/2005 ΕισΑΠ [Δ.Λινού] (ΠοινΧρ 2005,1072 και ΠοινΔικ 2005,172), αναφερόμενη στη δήμευση οχημάτων οδηγών τελούντων αδικήματα του ΚΟΚ, υπερισχύουσα της προγενέστερης ΕγκΕισΑΠ 8/1983 [Σπ.Κανίνια] (ΠοινΧρ 1983,982), τονίζεται ότι “… η δήμευση συνιστά έναν κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Κατά την επιβολή του περιορισμού αυτού, όπως άλλωστε και για τους κάθε είδους περιορισμούς των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με τη ρητή επιταγή του άρθρου 25 παρ.1 του Συντ., παραβιάζεται δε προδήλως η αρχή αυτή, ως προς την επιμέτρηση της ποινής, αφού, επί ήσσονος βαρύτητας κύριας ποινής … επιβάλλεται η βαρύτατη παρεπόμενη ποινή της δήμευσης των οχημάτων … . Η επιβολή, τέλος, της πιο πάνω παρεπόμενης ποινής, που αποτελεί ιδιαίτερα επαχθές μέτρο, τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της γενικής πρόληψης…”.
Ακόμη, στην ίδια εισαγγελική εγκύκλιο περιέχεται η σημαντική ερμηνευτική παραδοχή ότι όταν από το νόμο προβλέπεται η επιβολή των ειδικά αναφερόμενων διοικητικών μέτρων και παρεπόμενων ποινών (αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού, των κρατικών πινακίδων κυκλοφορίας του οχήματος, ακινητοποίηση και φύλαξή του), ο νομοθέτης θέλησε μόνο την επιβολή των εν λόγω ρητά προβλεπόμενων κυρώσεων και συνεπώς η δήμευση του οχήματος, ως πρόσθετη ποινική κύρωση, βρίσκεται σαφώς εκτός της βουλήσεώς του. Οι θέσεις αυτές της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου έτυχαν θετικής αποδοχής από την Ποινική Επιστήμη (βλ. Μ.Καϊάφα- Γκμπάντι/Ν.Μπιτζιλέκη/Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 2008, σελ. 69-70) και μάλιστα σχολιάστηκαν εγκωμιαστικά, ως εκφερόμενες με τον “εμπεριστατωμένο και νηφάλιο λόγο” του (τότε) Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (βλ. Στ.Παύλου, Και πάλι η [ανεπίτρεπτη] δήμευση οχημάτων στο προσκήνιο, ΠοινΔικ 2005,447-451).