Το “Πόπη” ήταν ένα παλαιό σε ηλικία σκαρί, που όταν εντάχθηκε στην εταιρεία του Ποταμιάνου μετρούσε ήδη σαράντα χρόνια ζωή. Είχε ξεκινήσει ως ιδιωτική θαλαμηγός αναψυχής και αφού άλλαζε διαρκώς ιδιοκτήτες κατέληξε να μετασκευαστεί σε πλοίο ακτοπλοΐας.
Διαφήμιση
Το “Πόπη” στις 27 Νοεμβρίου του 1934 εξώκειλε στη νησίδα “Κασίδι” που απέχει τριακόσια περίπου μέτρα από τις βραχονησίδες “Φλέβες” και ένα μίλι μετά το ακρωτήριο “Μικρό Καβούρι” που δεν είναι άλλο από το ακρωτήριο που εκτείνεται μετά το Λαιμό της Βουλιαγμένης.
Το πλοίο ήταν φορτωμένο τουλάχιστον επισήμως με 122 επιβάτες (τόσα ήταν τα εισιτήρια που είχαν εκδοθεί, ενώ αργότερα θα αποδειχθεί ότι οι επιβάτες έφταναν τους 140 καθώς πολλοί είχαν εκδώσει εισιτήριο μέσα στο πλοίο) αλλά και με εμπορεύματα -μεταξύ των οποίων και τυριά- και πλοίαρχο τον Γεώργιο Πιλάλη.
Το πλοίο θα εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Σύρο, Πάρο, Νάουσα Πάρου, Νάξο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Οία, Ίο, Θήρα, Ανάφη, Αμοργό, Αιγιάλη, Σχοινούσα, Ηρακλειά, Κουφονήσια, και επιστροφή μέσω Νάξου, Πάρου, Σύρου, για να καταπλεύσει κάποτε στον Πειραιά από όπου αναχώρησε!
Όταν το “Πόπη” προσέκρουσε, τόσο οι αξιωματικοί του πλοίου όσο και το πλήρωμα φρόντισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εκφόρτωση των τυριών που το πλοίο μετέφερε πάνω στη βραχονησίδα, παρά στη διάσωση των επιβατών.
Μετά την προσάραξη άρχισε να λαμβάνει κλίση προς τα δεξιά ενώ οι επιβάτες του προσπαθούν να σωθούν μόνοι τους. Κανείς δεν βρέθηκε να τους οδηγήσει στο κατάστρωμα για να σωθούν. Αυτή η απουσία του πληρώματος την ώρα του κινδύνου επέτεινε την σύγχυση, ενώ μια φωνή μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε: “Πνιγόμαστε, σωθείτε όπως μπορείτε”.
Παρότι το πλοίο ουδέποτε βυθίστηκε ολόκληρο, έντεκα επιβάτες πνίγηκαν από τον πανικό που επικράτησε. Τρεις χωροφύλακες που βρέθηκαν να συνοδεύουν κρατουμένους στην Ανάφη, άναψαν κλεφτοφάναρα με τα οποία ο κόσμος κατάφερε να δει και να εξέλθει. Αρκούσε μια οδηγία και μόνο για να εξέλθουν οι επιβάτες και να αποβιβαστούν στην κυριολεξία περπατώντας απλά στη διπλανή στεριά της βραχονησίδας του “Κασιδιού”.
Σημειωτέον ότι το ατμόπλοιο “Πόπη” δεν διέθετε συσκευή ασύρματου τηλέγραφου.
Η προσάραξη του πλοίου, μεταξύ άλλων προκάλεσε και την έντονη διαμαρτυρία του Συνδέσμου Ραδιοτηλεγραφητών οι οποίοι εξέδωσαν διαμαρτυρία “δια τα όσα συνέβησαν με το Α/Π “Πόπην” κύρια όμως για το γεγονός ότι τα ακτοπλοϊκά σκάφη μέχρι τότε δεν έφεραν ασύρματο τηλέγραφο.
Ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, καθώς η πρόσκρουση έγινε νύχτα, βοήθεια από το πλήρωμα δεν υπήρξε, τηλέγραφο το πλοίο δεν διέθετε, έμεινε βαθιά χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του ναυτικού κόσμου και των νησιωτών ώστε η έκφραση “έγινε της “Πόπης””, έγινε ταυτόσημη με τον πανικό και την αταξία της νύχτας του ναυαγίου.
Και δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά αφού το πλοίο ρυμουλκήθηκε στον Πειραιά και επισκευάστηκε με μερικές μόνο επιδιορθώσεις, δρομολογήθηκε στη γραμμή Πάτρα, Ζάκυνθο, Αργοστόλι, Ληξούρι.
Σύντομα όμως και σε αυτή την γραμμή το “Πόπη” προσάραξε θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο για δεύτερη φορά τους επιβάτες του. Έλεγαν ότι λόγω υψηλού κέντρου βάρους το πλοίο ήταν ευάλωτο στις απότομες κλίσεις.
Δεν ήθελε και πολύ ώστε η έκφραση του ναυαγίου, να επανέλθει και πάλι, αφού ο ναυτικός κόσμος μιλούσε εκ νέου για της “Πόπης” τα κατορθώματα!
Τότε το πλοίο άλλαξε για να αποσυνδεθεί από το κακό ιστορικό του, μετονομάσθηκε σε “Ήπειρος”. Με την ονομασία αυτή αποτέλεσε ένα από τα πλοία της εταιρείας “Ηπειρωτική”, στην οποία επίσης την περίοδο του Μεσοπολέμου ανήκαν τα πλοία “Ελβίρα”, “Κίμων”, “Πέτρος”, “Τάσος” και “Φωκίων”.
Όμως οι επιβάτες για να το ξεχωρίζουν -λόγω του κακού του ιστορικού- συνέχιζαν να το αποκαλούν με το αρχικό του όνομα, “Πόπη”, αφού αποτελούσε πλέον φόβητρο σε όποιον ταξίδευε με αυτό.