Πολύ συχνά οι μεγαλύτεροι άνθρωποι νομίζουν πως η ζωή τους μοιάζει με ταξίδι σε όχημα του οποίου έχουν σπάσει τα φρένα. Διότι μετά τα σαράντα, και κυρίως μετά τα πενήντα, ένας χρόνος μοιάζει να έχει τη μισή διάρκεια από εκείνη που νιώθαμε πως είχε όταν ήμασταν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνων. Οπως συμβαίνει και με την κλεψύδρα: προς το τέλος η άμμος φαίνεται πως κυλάει πολύ πιο γρήγορα από όσο έτρεχε στην αρχή. Πού οφείλεται η συγκεκριμένη αίσθηση, όταν στην πραγματικότητα οι μέρες και οι ώρες δεν επιταχύνουν καθόλου τον βηματισμό τους; Το ερώτημα θέτει ανάμεσα σε άλλα ο Ολλανδός καθηγητής της Ιστορίας της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κρόνινγκεν Douwe Draaisma στο βιβλίο του «Pourquoi la vie passe plus vite a mesure qu’ on vieillit» (Flammarion, σελ. 423). Και για να απαντήσει καταφεύγει στη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη λογοτεχνία του Προυστ, του Τόμας Μαν και του Καμύ.
Ολες οι απόπειρες απαντήσεων που έχουν κατά καιρούς προταθεί στηρίζονται βέβαια στην αρχή ότι η αίσθηση του χρόνου που διαθέτουμε είναι εσωτερική, υποκειμενική. Μια πρώτη ερμηνεία, που διατυπώθηκε τον 19ο αιώνα, είναι ότι η διάρκεια που νομίζουμε πως έχει μια ορισμένη περίοδος της ζωής μας είναι ανάλογη με το μερίδιο που η συγκεκριμένη περίοδος καταλαμβάνει στο σύνολο της ζωής μας. Για ένα δεκάχρονο παιδί έτσι, ένας χρόνος αποτελεί το ένα δέκατο του βίου του και φαίνεται σαν ένα πολύ μακρύ διάστημα. Για έναν πενηντάχρονο αντιθέτως, ο ίδιος χρόνος αποτελεί το ένα πεντηκοστό του βίου του και φαίνεται σαν κάτι πολύ σύντομο και μικρό.
Ο Γουίλιαμ Τζέιμς και ο Jean-Marie Guyau θεώρησαν ότι η αίσθηση συρρίκνωσης του χρόνου στους μεγαλύτερους ανθρώπους οφείλεται στη μονοτονία του περιεχομένου της ζωής τους. Στα πρώτα μας χρόνια, κάθε ώρα της μέρας μάς φέρνει αντιμέτωπους με εντελώς καινούργιες εμπειρίες. Το πνεύμα μας βρίσκεται σε εγρήγορση. Oι εντυπώσεις είναι πανίσχυρες και διαδέχονται η μία την άλλη όπως σε ένα συναρπαστικό ταξίδι. Καθώς, όμως, τα χρόνια περνούν και καθώς μεγάλα τμήματα των εμπειριών αυτοματοποιούνται, οι μέρες, οι εβδομάδες και τα χρόνια αδειάζουν από περιεχόμενό. Και τότε συμβαίνει το εξής παράδοξο: αντί ο χρόνος να μακραίνει εξαιτίας της πλήξης, να συρρικνώνεται. Διότι ισχύει αυτό που συμβαίνει και στον χώρο. Οπως μια απόσταση στην οποία παρεμβάλλονται οπτικά εμπόδια μας φαίνεται μεγαλύτερη, έτσι και ο χρόνος στον οποίο παρεμβάλλονται αξιοσημείωτα γεγονότα νομίζουμε πως έχει μακρύτερη διάρκεια.
Παρεμφερής είναι και η θεωρία της αναπόλησης, η οποία συνδέει το αίσθημα της διάρκειας του χρόνου με την ένταση των σημείων της μνημονικής ανάκλησης. Τα σημεία αυτά είναι πολλά όταν η ζωή είναι πλούσια σε εντυπώσεις, πράγμα που συμβαίνει στη νεότητα. Γι’ αυτό οι ηλικιωμένοι έχουν πολλές αναμνήσεις από τη νεότητα – και γι’ αυτό η περίοδος εκείνη τους φαίνεται πιο παρατεταμένη όταν τη συγκρίνουν με μεταγενέστερες περιόδους απ’ τις οποίες έχουν πολύ λιγότερες αναμνήσεις.
Μια άλλη προσέγγιση, τέλος, συνέδεσε την αίσθηση της ταχύτητας του χρόνου με τον ρυθμό της φυσιολογίας του ανθρώπινου σώματος. Μια γρατζουνιά επουλώνεται δύο φορές πιο γρήγορα σε έναν εικοσάχρονο από ό, τι σε έναν σαραντάχρονο. Αν θεωρήσουμε πως, γερνώντας, οι περισσότεροι από τους οργανικούς μετρονόμους αρχίζουν να κινούνται με πιο αργό ρυθμό, η ταχύτητα του εξωτερικού κόσμου μοιάζει να επιταχύνεται. Γι’ αυτό η νεότητα φαίνεται μακρύτερη και τα γηρατειά σύντομα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αίσθηση ταχύτητας του χρόνου αποτελεί, για τον συγγραφέα, ένα μυστήριο. Ξεκινάμε για διακοπές, και ώσπου να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας, έχει περάσει η προγραμματισμένη εβδομάδα απουσίας. Επιστρέφουμε στο σπίτι και τότε μας φαίνεται πως έχουμε λείψει ένα μήνα. Ενώ δηλαδή στην αρχή ο χρόνος έδειχνε συρρικνωμένος, στη συνέχεια διογκώθηκε. Αντίθετα, μέσα στη φυλακή ο «Ξένος» του Καμύ ομολογούσε: «Δεν είχα καταλάβει σε ποιο βαθμό οι μέρες μπορούσαν να είναι σύντομες και μακριές.
Μακριές αναμφίβολα για να τις ζεις, αλλά τόσο διατεταμένες, που κατέληγαν να χύνονται η μια μέσα στην άλλη. Οταν μια μέρα, ο φύλακας μου είπε ότι ήμουν εκεί πέντε μήνες, το πίστεψα αλλά δεν το κατάλαβα. Για μένα, ήταν συνέχεια η ίδια μέρα που ξεχυνότανε μέσα στο κελί μου». Κι ομοίως για τον Χανς Κάστορπ στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, τα επτά χρόνια στο σανατόριο περνούν με ταχύτητα διότι: «Οταν μια μέρα είναι όμοια με όλες τις άλλες, τότε όλες τους γίνονται μία μόνο μέρα• στη απόλυτη ομοιομορφία, η πιο μακροχρόνια ζωή θα φαινόταν σύντομη και θα περνούσε μέσα σε μια στιγμή».
Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo. gr