もっと詳しく

Νέα έρευνα υποδεικνύει τι θα συνέβαινε αν οι χώρες του κόσμου δεν είχαν κινητοποιηθεί και συνεργαστεί για την προστασία του όζοντος. 
Εάν δεν είχε υπάρξει η παγκόσμια απαγόρευση των CFC (φθοροχλωρανθράκων), θα αντιμετωπίζαμε από νωρίτερα την τρομακτική πραγματικότητα ενός πλανήτη με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, σύμφωνα με ερευνητές που εξέτασαν τις επιπτώσεις του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ.
Τα νέα αυτά στοιχεία, που επιτρέπουν έναν βαθμό αισιοδοξίας ως προς τη δυνατότητα της ανθρωπότητας να αντιμετωπίσει/ διαχειριστεί την κλιματική αλλαγή, υποδεικνύουν πως οι δυνατότητες του πλανήτη μας να απορροφά διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα θα είχαν υποβαθμιστεί σημαντικά (σε σημείο που οι θερμοκρασίες παγκοσμίως θα είχαν φτάσει στα ύψη) εάν συνεχίζαμε να χρησιμοποιούμε χημικά που καταστρέφουν το όζον, όπως τα CFC.
Μοντέλα που δημιούργησε διεθνής ομάδα επιστημόνων, δείχνουν πως η κατάσταση στη Γη θα ήταν δραματική χωρίς το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ: Το συγκεκριμένο σενάριο χαρακτηρίζεται ως «World Avoided» (ο κόσμος που αποφεύχθηκε).
Η συγκεκριμένη μελέτη δημοσιεύτηκε στο Nature και παρουσιάζει τον συσχετισμό μεταξύ της τρύπας του όζοντος και της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας. Ειδικότερα, η έρευνα αποκαλύπτει πως, αν είχαν αφεθεί ανεξέλεγκτα τα χημικά που κατέστρεφαν το όζον, τότε οι θερμοκρασίες θα αυξάνονταν κατά επιπλέον 2,5 βαθμούς Κελσίου ως το τέλος του αιώνα.
Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν πως η απαγόρευση των CFC έχει προστατέψει το κλίμα με δύο τρόπους: Περιορίζοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου και (μέσω της προστασίας του στρώματος του όζοντος) προστατεύοντας τα φυτά από επιβλαβείς αυξήσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας. Επιπρόσθετα, προστατεύθηκε η δυνατότητα των φυτών να απορροφούν και να «παγιδεύουν» το διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, αποτρέποντας έτσι μια περαιτέρω επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής.
Η ερευνητική ομάδα ανέπτυξε ένα νέο πλαίσιο δημιουργίας μοντέλων, συνδυάζοντας δεδομένα ως προς την εξάντληση του όζοντος, την πρόκληση ζημιάς στα φυτά από την αυξημένη υπεριώδη ακτινοβολία, τον κύκλο του άνθρακα και την κλιματική αλλαγή.
Αυτά που διαπιστώθηκαν ήταν τα εξής:
Α) Η συνεχιζόμενη αύξηση των CFC θα είχε οδηγήσει σε παγκόσμια κατάρρευση του στρώματος όζοντος ως το 2040.
Β) Ως το 2100 θα υπήρχε 60% λιγότερο όζον πάνω από τους τροπικούς. Η εξάντληση/μείωση αυτή πάνω από τους τροπικούς θα ήταν χειρότερη από ό,τι είχε παρατηρηθεί ποτέ στην τρύπα που είχε εμφανιστεί πάνω από την Ανταρκτική.
Γ) Ως το 2050 η ένταση της υπεριώδους ακτινοβολίας από τον Ήλιο σε περιοχές που περιλαμβάνουν την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την κεντρική Ασία, θα ήταν ισχυρότερη από ό,τι σήμερα στους τροπικούς.
Τα μοντέλα δείχνουν ότι σε έναν κόσμο χωρίς το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ η ποσότητα του άνθρακα που απορροφάται από φυτά/ δέντρα και το έδαφος θα «καταποντιζόταν» δραματικά αυτόν τον αιώνα. Με λιγότερο άνθρακα στα φυτά και στο έδαφος, παραμένει περισσότερος στην ατμόσφαιρα ως διοξείδιο του άνθρακα.
Συνολικά, μέχρι το τέλος του αιώνα, χωρίς την απαγόρευση των CFC με το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, θα υπήρχαν 580 δισεκατομμύρια λιγότεροι τόνοι άνθρακα αποθηκευμένοι σε δέντρα, άλλα φυτά και στο έδαφος, και επιπλέον 165-215 ppm (parts per million) διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Αυτό θα συνέβαλλε σε αύξηση θερμοκρασίας κατά 0,8 βαθμούς Κελσίου, μέσω του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Οι ουσίες που βλάπτουν το όζον, όπως τα CFC, είναι επίσης ισχυρά αέρια θερμοκηπίου και προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει πως η απαγόρευσή τους απέτρεψε τη συμβολή τους στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας μέσω του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Μέχρι το τέλος του αιώνα, από μόνη της η επίδραση από αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα άνοδο επιπλέον 1,7 βαθμών Κελσίου, οπότε συνολικά (μαζί με το προαναφερθέν 0,8) θα μιλούσαμε για αύξηση θερμοκρασίας της τάξης των 2,5 βαθμών Κελσίου.
Όπως υπογράμμισε η Dr. Άννα Χάρπερ του Πανεπιστημίου του Έξετερ, μία εκ των συντελεστών της έρευνας, το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ ήταν μια εμβληματική περίπτωση συνεργασίας όλων των χωρών του πλανήτη για να προστατευτούν η ανθρωπότητα και το περιβάλλον, και ένα καλό παράδειγμα ως προς το επίπεδο συνεργασίας που χρειάζεται για την εφαρμογή της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, αλλά και των οφελών που προκύπτουν χάρη στην προστασία του περιβάλλοντος.